- ακαταπάτητος
- -η, -ο (Α ἀκαταπάτητος, -ον) [καταπατῶ]εκείνος που δεν έχει καταπατηθεί ή δεν μπορεί να καταπατηθεί, να παραβιαστεί«ακαταπάτητα κτήματα», «ακαταπάτητα δικαιώματα».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακαταπάτητος — η, ο 1. αυτός που δεν καταπατήθηκε: Δεν άφησε γειτονικό του κτήμα ακαταπάτητο. 2. απαραβίαστος: Τα δικαιώματά μου στην πατρική περιουσία είναι ακαταπάτητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Saint Catherine's Monastery, Mount Sinai — Saint Catherine Area * UNESCO World Heritage Site Country … Wikipedia
ιερός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ ἱερός, ά, όν και ἱερός, όν, Α ιων. και ποιητ. τ. ἱρός, ή, όν, δωρ. τ. ἱαρός, αιολ. τ. ἶρος και ἴαρος) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θεό ή στη λατρεία του και γενικά στη θρησκεία, άγιος, όσιος (α. «ιερό ευαγγέλιο» β.… … Dictionary of Greek